Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῶν κτισμάτων

  • 1 ἀπαρχή

    ἀπαρχή, , mostly in pl. ἀπαρχαί (cf. ἄπαργμα):
    1 beginning of a sacrifice, primal offering (of hairs cut from the forehead),

    ἀπαρχαὶ κόμης E.Or.96

    , cf. Ph. 1525 (lyr.); later, a banquet held on this occasion, Plu.2.40b.
    2 firstlings for sacrifice or offering, first-fruits,

    ἁπάντων ἀπαρχαί Hdt.4.71

    ;

    ἀπαρχὰς ἄγειν θεοῖσι S.Tr. 183

    ;

    ἀπαρχὰς θύειν E.Fr. 516

    ;

    ἀ. σκυλευμάτων Ph. 857

    ;

    ἐπιφέρειν ἀ. τῶν ὡραίων Th. 3.58

    ;

    τῶν ὄντων Is.5.42

    , cf. Epicur.Fr. 130, etc.:—so also in sg.,

    λείας ἀ. S.Tr. 761

    ;

    ἀ. τῶν πατρων χρημάτων Hdt.1.92

    , etc.;

    ἀνθρώπων ἀ. εἰς Δελφοὺς ἀποστέλλειν Arist.Fr. 485

    ;

    ἀ. ἀπό τινος ἀνατιθέναι Hdt. 4.88

    ; inscribed on votive offerings, [

    ἀνέθηκεν].. τόδ' α. IG1.382

    , etc.; freq. in LXX, as Ex.25.2, al., cf. Ep.Rom.11.16, and metaph.,

    ἀ. τῶν κεκοιμημένων 1 Ep.Cor.15.20

    ;

    τῶν κτισμάτων Ep.Jac.1.18

    .
    4 tax on inheritances, PTaur.1.7.10; tax paid by Jews, Stud.Pal.4.72 (i A. D.).
    5 entrance fee, PTeb.316.10 (i A.D.), al.
    6 board of officials (cf. sq.), IG12(8).273 ([place name] Thasos).
    7 birth-certificate of a free person, PTeb.316.10 (i A. D.), PGnom. 131 (ii A. D.): perh. metaph. in Ep.Rom.8.23.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαρχή

  • 2 ἀπαρχή

    ἀπαρχή, ῆς, ἡ (cp. ἀπάρχομαι ‘make a beginning’ in sacrifice; orig. of hair cut from the forehead and cast into the fire Il. 19, 254; Od. 14, 422 al., hence ἀπαρχή=‘beginning of a sacrifice’ Eur., Or. 96; such sacrifices would begin with ‘firstlings’ or ‘first fruits’, freq. distinguished also for quality) (Soph., Hdt. et al.; ins, pap, LXX; PsSol 15:3; Test12Patr, Philo, Joseph.; Celsus 8, 33)
    cultic t.t. first fruits, first portion of any kind (incl. animals, both domesticated and wild [for the latter Arrian, Cyneg. 33, 1]), which were holy to the divinity and were consecrated before the rest could be put to secular use (cp. Theopomp. [IV B.C.]:115 Fgm. 344 Jac. p. 608, 5; Cornutus 28 p. 55, 9; Ael. Aristid. 45 p. 136 D.; Theophyl. Sym., Ep. 29 Πανὶ τοῦ ποιμνίου τὰς ἀπαρχάς; OGI 179, 12 [I B.C.]; PSI 690, 14; Porphyr., Abst. 2, 61 θεοῖς ἀρίστη μὲν ἀπαρχὴ νοῦς καθαρός; SEG XLII, 17 lit.).
    lit. εἰ ἡ ἀ. ἁγία, καὶ τὸ φύραμα if the first fruits ( of dough) are holy, so is the whole lump Ro 11:16 (on first fruits of bread dough, Num 15:18–21, cp. The Mishnah, tr. HDanby ’58 [’33] 83–88 [Hallah]). In full ἀ. γεννημάτων ληνοῦ καὶ ἅλωνος, βοῶν τε καὶ προβάτων the first fruits of the produce of winepress and threshing floor, of cattle and sheep D 13:3, cp. 5f (s. Ex 22:28); ἀ. τῆς ἅλω 1 Cl 29:3. Assigned to a prophet, as to the priests and seers among the gentiles (Artem. 3, 3) and in the OT to the priest D 13:3, 6f.
    fig., w. the components of a above strongly felt
    α. of persons first fruits of Christians ἀ. τῆς Ἀσίας, i.e. the first convert in Asia Ro 16:5. ἀ. τῆς Ἀχαί̈ας 1 Cor 16:15. Also 2 Th 2:13 (v.l. ἀπʼ ἀρχῆς) the first converts of Thessalonica (so Harnack, SBBerlAk 1910, 575ff); pl. 1 Cl 42:4. Gener. ἀ. τις τῶν αὐτοῦ κτισμάτων a kind of first fruits of his creatures Js 1:18 (cp. Philo, Spec. Leg. 4, 180 of the Jews: τοῦ σύμπαντος ἀνθρώπων γένους ἀπενεμήθη οἷά τις ἀπαρχὴ τῷ ποιητῇ καὶ πατρί; Alex. Aphr., Fat. 1, II 2 p. 164, 10 τινὰ ἀπαρχὴν τῶν ἡμετέρων καρπῶν=a sort of first fruit of our [spiritual] harvest. LElliott-Binns, NTS 3, ’56/57, 148–61). Here as Rv 14:4 the emphasis is less on chronological sequence than on quality (schol. on Eur., Or. 96 ἀπαρχὴ ἐλέγετο οὐ μόνον τ. πρῶτον τῇ τάξει, ἀλλὰ καὶ τ. πρῶτον τ. τιμῇ). The orig. mng. is greatly weakened, so that ἀ. becomes almost = πρῶτος; of Christ ἀ. τῶν κεκοιμημένων the first of those who have fallen asleep 1 Cor 15:20; cp. vs. 23 (HMontefiore, When Did Jesus Die? ET 62, ’60, 53f; s. also BSpörlein, Die Leugnung der Auferstehung, ’71 [ 1 Cor 15]); 1 Cl 24:1.
    β. of things (Dio Chrys. 54 [71], 2 ἀπαρχαὶ τῆς σοφίας) τὴν ἀ. τοῦ πνεύματος ἔχοντες since we possess the first fruits of the Spirit, i.e. as much of the Spirit as has been poured out so far and a foretaste of things to come Ro 8:23 (cp. Thieme 25f), but s. 2 below. διδόναι ἀπαρχὰς γεύσεώς τινος give a foretaste of someth. B 1:7.—ESanders, Jewish Law fr. Jesus to the Mishnah ’90, 283–308.
    birth-certificate also suits the context of Ro 8:23; cp. Mitt-Wilck. II/2, 372, 4, 7; PFlor 57, 81; 86; 89; PTebt 316, 10; 49; 82; HJones, JTS 23, 1922, 282f; RTaubenschlag, Opera Minora 2, ’59, 220–21 (identification card); L-S-J-M s.v. 7.—HBeer, Ἀπαρχή, diss., Würzb. 1914; EMoutsonlas: Sacris erudiri XV 5–14 (Steenbrugge, ’64); COke, Int 11, ’57, 455–60.—DELG s.v. ἄρχω A. O. Wilck I 345f §140. EDNT. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀπαρχή

См. также в других словарях:

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… …   Dictionary of Greek

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»